διάταμα

διάταμα
τό
1) см. διάταση; 2) см. διάτα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διάταμα" в других словарях:

  • διάταμα — (I) το [διατείνω] 1. διάταση, τέντωμα 2. ναυτ. διάταμα ή «διάταση σχοινιού» εργασία κατά την οποία τα σχοινιά που δεν χρησιμοποιούνται πια τεντώνονται κατάλληλα, ώστε να έχουν σταθερό μήκος. (II) το διάταγμα, νουθεσία, συμβουλή …   Dictionary of Greek

  • διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… …   Dictionary of Greek

  • σωπαίνω — ΝΜ σιωπώ, παύω να μιλώ (α. «να σωπάσω με προστάζει / με το δάκτυλο η θεά», Σολωμ. β. «καὶ λέγουσίν με, σώπασε, σαλέ, μὴ συντυχαίνεις», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. παραμένω σιωπηλός, δεν μιλώ 2. μτφ. δεν εμφανίζομαι στη δημοσιότητα 3. (μτβ.) επιβάλλω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»